- αφιλοκάλητος
- ἀφιλοκάλητος, -ον (AM) [φιλοκαλώ]ο χωρίς διακόσμηση, ο αστόλιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφιλοκάλητον — ἀφιλοκάλητος without adornment masc/fem acc sg ἀφιλοκάλητος without adornment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)